ἐκπηδῶ

ἐκπηδῶ
ἐκπηδάω
leap out
pres imperat mp 2nd sg
ἐκπηδάω
leap out
pres subj act 1st sg (attic epic ionic)
ἐκπηδάω
leap out
pres ind act 1st sg (attic epic ionic)
ἐκπηδάω
leap out
pres subj act 1st sg (attic epic doric ionic)
ἐκπηδάω
leap out
pres ind act 1st sg (attic epic doric ionic)
ἐκπηδάω
leap out
pres imperat mp 2nd sg
ἐκπηδάω
leap out
pres subj act 1st sg (attic epic ionic)
ἐκπηδάω
leap out
pres ind act 1st sg (attic epic ionic)
ἐκπηδάω
leap out
pres subj act 1st sg (attic epic doric ionic)
ἐκπηδάω
leap out
pres ind act 1st sg (attic epic doric ionic)
ἐκπηδάω
leap out
imperf ind mp 2nd sg (homeric ionic)
ἐκπηδάω
leap out
imperf ind mp 2nd sg (homeric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • εκπηδώ — ( άω) (AM ἐκπηδῶ) πηδώ προς τα έξω, ξεπετιέμαι από κάποιο σημείο νεοελλ. εμφανίζομαι ξαφνικά αρχ. 1. εξορμώ 2. φεύγω κρυφά 3. μεταπηδώ, μεθίσταμαι 4. εκτοπίζομαι 5. εκτινάσσομαι 6. (για την καρδιά) τινάζομαι από ισχυρό συναίσθημα, πάλλομαι …   Dictionary of Greek

  • παρεκπηδώ — άω, Α εκπηδώ, τινάζομαι έξω. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ἐκπηδῶ «πηδώ έξω, εκτινάσσομαι»] …   Dictionary of Greek

  • εγκατεφάλλομαι — ἐγκατεφάλλομαι (Α) εκπηδώ, εισορμώ …   Dictionary of Greek

  • εκπροθρώσκω — ἐκπροθρῴσκω (Α) εκπηδώ …   Dictionary of Greek

  • προεκπηδώ — άω, ΜΑ εκπηδώ, πηδώ έξω προηγουμένως αρχ. σπεύδω να εκδηλωθώ, εκδηλώνομαι πριν από την ώρα μου …   Dictionary of Greek

  • συνεκπηδώ — άω, Α συνεκθρῴσκω*. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἐκπηδῶ «πηδώ έξω, ξεπετιέμαι»] …   Dictionary of Greek

  • υπανίσταμαι — Α 1. σηκώνομαι ξαφνικά 2. (για θήραμα) πηδώ ξαφνικά μπροστά σε κάποιον, ξεπετιέμαι («πορευομένῳ δὲ αὐτῷ εὐθὺς ἐν τῷ πρώτῳ χωρίῳ ἐπανίσταται λαγώς», Ξεν.) 3. σηκώνομαι από τη θέση μου για να τήν παραχωρήσω σε κάποιον («τοῑσι προσβυτέροισι... ἐξ… …   Dictionary of Greek

  • υπεκπηδώ — άω, Α αναπηδώ, ξεπηδώ από κάτω ή κρυφά («ὑπεκπηδᾷ μοι ποικίλα τῆς διανοίας κινήματα», Αρισταίν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + ἐκπηδῶ «πηδώ, αναπηδώ, τινάζομαι»] …   Dictionary of Greek

  • υπεκπροθρώσκω — Α ανατινάσσομαι, ξεπηδώ από κάτω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + ἐκπροθρῴσκω «εκπηδώ»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”